Τρίτη, 5 Δεκεμβρίου, 2023
ΑρχικήΓεωργίαΗ ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού

Η ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού

Με αφορμή τις εσπερίδες που διοργάνωσε η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος σε πολλές περιοχές της χώρας φιλοξενούμε άρθρο του δρ. Μωχάμεντ Νταράουσε, προϊστάμενου του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα» (ΕΛ.Γ.Ο. «Δήμητρα»).

Ο Δρ. Μωχάμεντ Νταράουσε

Το βαμβάκι είναι προϊόν μιας αλυσίδας μεγάλης αξίας και είναι σημαντικό όχι μόνο για την εθνική και τοπική οικονομία αλλά και για την απασχόληση, διότι έχει μεγάλο κύκλο εργασιών. Στηρίζει μεγάλο αριθμό αγροτικών οικογενειών (περίπου 45.000) και μεγάλο αριθμό επαγγελμάτων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα (200 επαγγέλματα), καθώς επίσης 65 εκκοκκιστικές επιχειρήσεις και τρεις κλωστοϋφαντουργίες. Τέλος, παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα της ελληνικής γεωργίας, καθόσον καταλαμβάνει μεγάλες καλλιεργούμενες εκτάσεις (περίπου 2,5 εκατομμύρια στρέμματα).

Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 10η-11η θέση στην παγκόσμια παραγωγή βαμβακιού και την 7η-8η θέση στις σχετικές εξαγωγές. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα μονοπωλεί σχεδόν την καλλιέργεια βαμβακιού, καθώς η Ισπανία, που είναι η 2η βαμβακοπαραγωγός χώρα στην Ε.Ε., παράγει πέντε φορές λιγότερη ποσότητα από την Ελλάδα.

Η ποιότητα θεωρείται η πιο σημαντική παράμετρος για τη στήριξη της βιωσιμότητας ενός προϊόντος και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, με σκοπό την καλύτερη τοποθέτησή του στις διεθνείς αγορές. Αυτό είναι και το ζητούμενο σήμερα για το ελληνικό βαμβάκι, το οποίο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ήταν περιζήτητο στις διεθνείς αγορές, λόγω της καλής ποιότητας. Μάλιστα, ορισμένες φορές είχε καλύτερες τιμές στις διεθνείς αγορές από το αμερικάνικο βαμβάκι και από το βαμβάκι άλλων χωρών.

Αυτό οφειλόταν σε δυο λόγους, ο πρώτος από τους οποίους ήταν η καλή ποιότητα και ομοιομορφίας του (που είναι το σημαντικότερο για τα κλωστήριο), κυρίως λόγω του ότι ήταν μόλις πέντε οι ποικιλίες του. Ο δεύτερος λόγος ήταν οι υποχρεωτικοί έλεγχοι ποιότητας που διεξήγε ο Οργανισμός Βάμβακος (ο οποίος καταργήθηκε το 2002) τόσο στο σύσπορο βαμβάκι που παράγεται στο χωράφι από τους παραγωγούς, όσο και στο εκκοκκισμένο βαμβάκι στις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις.

Με την απελευθέρωση των αγορών το 1997-1998 εισήχθη μεγάλος αριθμός ποικιλιών διαφορετικών χαρακτηριστικών, και μετά την κατάργηση του Οργανισμού Βάμβακος και των ελέγχων του, το ελληνικό βαμβάκι έχασε τα πλεονεκτήματά του, και κυρίως αυτό της καλής τυποποίησης (ομοιομορφίας).

Προγράμματα βελτίωσης ποιότητας

Για τη βελτίωση της ποιότητας του βαμβακιού, το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης Βάμβακος εκτελεί τρία προγράμματα. Το ένα αφορά την ταξινόμηση 1% των παραγόμενων δεμάτων σε επίπεδο χώρας και περιφέρειας, ενώ το δεύτερο πρόγραμμα αφορά τη μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ποικιλιών βάμβακος που καλλιεργούνται στην Ελλάδα. Το τρίτο πρόγραμμα αφορά την ανάλυση των ξένων υλών στο σύσπορο βαμβάκι που παραδίδεται στις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις από τους παραγωγούς.

Τα προγράμματα αυτά ξεκίνησαν από το 2016 και θα συνεχίσουν μέχρι το 2026, ενώ το 2023 το Εθνικό Κέντρο Βάμβακος θα εφαρμόσει ένα νέο πρόγραμμα, το οποίο αφορά τη χρήση της νέας τεχνολογίας (βλ. γεωργία ακριβείας) για καλύτερη διαχείριση του προϊόντος και για βελτίωση της ποιότητάς του.

Ο σκοπός των προγραμμάτων αυτών, τα οποία χρηματοδοτούνται από τη Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος, είναι η δημιουργία ενός εθνικού φακέλου για την ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού, κάτι που θα συμβάλει στην καλύτερη τοποθέτησή του στις διεθνείς αγορές.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά

Με τον όρο «ποιότητα», συνήθως εννοούμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ινών βάμβακος, και τα πιο βασικά από αυτά είναι τα εξής:

  • Η λεπτότητα – ωριμότητα (micronaire).
  • Το μήκος των ινών.
  • Η αντοχή της ίνας στη θραύση.
  • Η ομοιομορφία.
  • Οι κόμποι στις ίνες (neps).
  • Το κυτίο χρώματος.
  • Το ποσοστό ξένων υλών.

Η ιεράρχηση της σημασίας των ποιοτικών χαρακτηριστικών είναι διαφορετική για κάθε τύπο κλώσης. Η ποιότητα έχει πολλές ερμηνείες, όμως μπορούμε να πούμε ότι είναι το σύνολο των ιδιοτήτων ενός προϊόντος που μπορεί να παραχθεί με μία μετρήσιμη ποσότητα και σταθερή ποιότητα, με σκοπό να ικανοποιεί μια συγκεκριμένη χρήση ή έναν καταναλωτή.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά προσδιορίζονται με δυο μεθοδολογίες, η πρώτη από τις οποίες είναι η κλασική ταξινόμηση, που γίνεται διά χειρός και οπτικά από ειδικούς έμπειρους ταξινόμους, και η άλλη είναι η εργαστηριακή, που γίνεται με χρήση σύγχρονου εργαστηριακού εξοπλισμού και που σταδιακά θα αντικαταστήσει την πρώτη.

Τα αποδεκτά όρια των καλών ποιοτικών χαρακτηριστικών του βαμβακιού έχουν ως εξής:

  • Κυτίο χρώματος λευκό: 31-1 και 41-1.
  • Κυτίο ξένων υλών: από 1 ως 4.
  • Λεπτότητα – ωριμότητα (mmicronaire): 3,9 – 4,2 και εναλλακτικά 4,3 – 4,8.
  • Μήκος ινών: ≥28,5 mm.
  • Αντοχή ινών ≥29/g./tex.
  • Neps (κόμποι) <300 neps/g.
  • Δείκτης κοντών ινών <10%.
  • Δείκτης ομοιομορφίας >86%.

Σημαντικά κριτήρια ποιότητας είναι επίσης η χαμηλή μόλυνση (Contamination) και η έλλειψη κολλωδών ουσιών (ελεύθερων σακχάρων, cotton stickiness).

Πλεονεκτήματα και αδυναμίες

Σύμφωνα με τα στοιχεία των προγραμμάτων του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος, το ελληνικό βαμβάκι έχει πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά που αφορούν τη λεπτότητα – ωριμότητα των ινών (Micronaire), το μήκος και την αντοχή των ινών και το μικρό αριθμό από κομπάκια.

Άλλα καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά που είναι πολύ σημαντικά για την κλωστοϋφαντουργία και τα οποία έχει το ελληνικό βαμβάκι είναι η χαμηλή μόλυνση (contamination) από προσμείξεις με ανόργανες και οργανικές ουσίες (υπολείμματα φαρμάκων – ζιζανιοκτόνα, πλαστικά, χαρτικά, λάδι κτλ.), η χαμηλή περιεκτικότητα σε κολλώδεις ουσίες που προέρχονται από μελιτώματα εντόμων – αφίδων και αλευρώδη ή δημιουργούνται όταν το προϊόν εκτίθεται σε δυσμενείς συνθήκες, όπως είναι οι υψηλές θερμοκρασίες με υψηλή υγρασία.

Ένα ξεχωριστό πλεονέκτημα του ελληνικού βαμβακιού είναι ότι πρόκειται για παραδοσιακό προϊόν, με την έννοια ότι δεν είναι γενετικά τροποποιημένο (μεταλλαγμένο)· και ίσως να είμαστε η μοναδική χώρα που παραγάγει παραδοσιακό βαμβάκι σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες.

Από την άλλη πλευρά, μεγάλη αδυναμία του ελληνικού βαμβακιού είναι το κυτίο χρώματος, καθώς το λευκό χρώμα παράγεται σε χαμηλό ποσοστό που δεν ξεπερνά το 40%. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο κλίμα, δηλαδή στις βροχερές ημέρες κατά το διάστημα της συγκομιδής, αλλά και στην κακή διαχείριση του προϊόντος εκ μέρους των παραγωγών και των εκκοκκιστικών επιχειρήσεων, ίσως και των μεσιτών που μεταφέρουν το προϊόν από τους παραγωγούς στα εκκοκκιστήρια.

Μια άλλη αδυναμία αφορά την τυποποίηση και οφείλεται στη μειωμένη ομοιομορφία του προϊόντος, επειδή γίνεται ανάμειξη διαφορετικών ποιοτήτων από διαφορετικές ποικιλίες ή τοποθεσίες κατά την εκκόκκιση, αλλά και κατά τη μεταφορά του προϊόντος στο ίδιο μεταφορικό μέσο (από μεσίτες).

Οι αδυναμίες αυτές στην οργάνωση και στη διαχείριση του προϊόντος, σε συνδυασμό με το μικρό κλήρο που έχουμε ως χώρα, έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε να παράγουμε ένα ομοιόμορφο προϊόν σε μεγάλες παρτίδες (σε μεγάλο αριθμό δεμάτων) για την αγορά.

Συλλογικά σχήματα

Ο κοινός παρονομαστής για να ξεπεραστούν τα περισσότερα προβλήματα ποιότητας στο ελληνικό βαμβάκι, αλλά και άλλα προβλήματα όπως το υψηλό κόστος παραγωγής, είναι τα συλλογικά σχήματα παραγωγής. Μέσω των συλλογικών σχημάτων μπορεί να παραχθεί ένα ποιοτικό – τυποποιημένο προϊόν σε μετρήσιμες ποσότητες για την αγορά αλλά και με χαμηλότερο κόστος παραγωγής.

Συνεπώς, το πιο σοβαρό μέτρο που μπορεί να προωθήσει η Ελλάδα για να στηρίξει τη βιωσιμότητα του προϊόντος και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του, είναι η δημιουργία οργανωμένων συλλογικών σχημάτων παραγωγής. Χωρίς αυτά, θα υπάρχουν πάντα αδυναμίες!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δημοφιλέστερα