Γράφει ο κ. Ιωάννης Βασταρδής, σύμβουλος βιομηχανίας τροφίμων
Το γάλα, πέραν της σημαντικής συμμετοχής του στο διαιτολόγιό μας, αποτελεί ένα αγροτικό προϊόν με μεγάλη οικονομική σημασία. Η πρωτογενής παραγωγή γάλακτος συνιστά κύριο πυλώνα της αγροτικής οικονομίας και διασυνδέεται στενά με άλλους τομείς της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, όπως είναι η βιομηχανία τροφίμων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ειδικά στην περιφέρεια.
Η αξία του γάλακτος που παραδόθηκε στη βιομηχανία γάλακτος, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα» (ΕΛ.Γ.Ο. «Δήμητρα»), ανήλθε το 2023 στα 1,63 δισ. ευρώ (βλ. πίνακα 1).

Παρ’ όλα αυτά η ποσότητα αγελαδινού γάλακτος που συλλέγεται στη χώρα μας –636.580 τόνοι για το 2023– αποτελεί μόλις το 0,4% της αντίστοιχης συνολικής ποσότητας που συλλέγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς αυτή ανέρχεται περίπου στους 145.000.000 τόνους.
Τελευταία δεκαετία
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας η μέγιστη εισκομισθείσα ποσότητα αγελαδινού γάλακτος επιτεύχθηκε το 2021 (666.730 τόνοι). Ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε τεράστια προβλήματα στον αγροτικό κόσμο· εκτίναξε τις τιμές της ενέργειας, των ζωοτροφών και των γεωργικών εφοδίων και δημιούργησε προβλήματα στην πρωτογενή παραγωγή γάλακτος.
Παρ’ όλα αυτά, η εισκόμιση αγελαδινού γάλακτος κατά τα έτη 2022 και 2023 στη χώρα μας, αν και σημείωσε μικρή υποχώρηση, διατηρήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας. Με βάση τα μέχρι στιγμής ανακοινωθέντα αποτελέσματα (για το 9μηνο του 2024) από τον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «Δήμητρα» (ΕΛ.Γ.Ο. «Δήμητρα»), και παρά τις συνέπειες από κρίσεις που προστέθηκαν (Daniel κ.ά.), εκτιμάται ότι η εισκόμιση του 2024 θα κυμανθεί στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2023. Σημειώνεται ότι το βιολογικό αγελαδινό γάλα ανήλθε το 2024 στο 2,8% του συνόλου, ενώ το 2023 ήταν 3,7% (βλ. διάγραμμα 1).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι επιτυγχάνεται αυξημένη εισκόμιση γάλακτος στο 2ο μισό της τελευταίας 10ετίας, παρά το γεγονός της σημαντικής μείωσης του αριθμού των αγελαδοτρόφων κατά 42,2% (1.994 παραγωγοί το 2023 έναντι 3.451 το 2014) και των βοοειδών.
Το γεγονός ότι η μείωση του ζωικού κεφαλαίου και των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής δεν επηρέασε την παραγωγή αγελαδινού γάλακτος καταδεικνύει τη σαφή βελτίωση της απόδοσης σε γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων, των δεικτών παραγωγικότητας και των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Αύξηση τιμής
Η σημαντική αύξηση του κόστους των γεωργικών εισροών λόγω της ουκρανικής κρίσης οδήγησε σε αντίστοιχη εκτίναξη των τιμών του γάλακτος σε επίπεδο παραγωγού, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ελλάδα (βλ. διάγραμμα 2).

Οι έντονες αυξομειώσεις των τιμών γάλακτος δεν χαρακτηρίζουν μόνο την κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή σε παγκόσμιες κρίσεις, όπως ήταν η Παγκόσμια Διατροφική Κρίση του 2007 – 2008 και η κρίση του πολέμου της Κριμαίας το 2014, διαπιστώνουμε ανάλογες ακραίες αυξήσεις των τιμών του γάλακτος κατά τις περιόδους αυτές, αλλά και αποκλιμάκωσή τους στη συνέχεια. Λόγω του γεγονότος ότι η χώρα είναι ελλειμματική σε γάλα, οι τιμές εισαγόμενου γάλακτος, από το οποίο εξαρτάται η βιομηχανία γάλακτος, επηρεάζουν τις αντίστοιχες εγχώριες. Το 2024, μετά τη στάσιμη φάση κατά το 1ο 6μηνο, οι τιμές παρουσιάζουν σταδιακή αύξηση, κάτι που αποδίδεται κυρίως στην εποχικότητα.
Η τιμή του κοινού αγελαδινού γάλακτος –όχι του βιολογικού– στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του ’24 στα 0,5269 ευρώ ανά κιλό, κι εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία έως και τουλάχιστον τον Ιανουάριο του ’25, λόγω της εποχιακά μειωμένης εισκόμισης και των υψηλών τιμών εισαγόμενου γάλακτος. Στη συνέχεια αναμένεται να σταθεροποιηθεί λόγω εποχικής αύξησης των διαθέσιμων ποσοτήτων τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ε.Ε. Οι διατήρηση των τιμών παραγωγού σε υψηλά επίπεδα δημιουργούν κίνητρο για περαιτέρω αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής.
Διαρθρωτικές αδυναμίες
Η ελληνική γαλακτοπαραγωγική κτηνοτροφία αντιμετωπίζει πληθώρα διαρθρωτικών αδυναμιών σε σχέση με τις περισσότερες χώρες-μέλη της Ε.Ε., με συνέπεια την ισχνή ελληνική συμμετοχή στη συνολική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος της Ε.Ε.
Συγκεκριμένα διαπιστώνονται:
α) Μεγάλο πλήθος μικρών εκμεταλλεύσεων, με χαμηλή παραγωγικότητα.
Κατά το 2023 το 41,5% των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής, δυναμικότητας από 1 έως 50 τόνους ανά έτος, ήτοι έως 137 κιλών ανά ημέρα, παρέδωσε μόλις το 2,4% του γάλακτος (βλ. πίνακα 2).

Αντίθετα, το 18,0% των εκμεταλλεύσεων (μόλις 358 παραγωγοί) παρέδωσε το 72,5% της συνολικής εισκόμισης. Είναι προφανές, ότι οι εκμεταλλεύσεις αυτές θα πρωταγωνιστήσουν στις εξελίξεις, διαμορφώνοντας συνθήκες βιωσιμότητας και περαιτέρω ανάπτυξης της πρωτογενούς παραγωγής αγελαδινού γάλακτος. Αργά αλλά σταθερά, περιορίζεται κατά την τελευταία δεκαετία η συμβολή των εκμεταλλεύσεων μικρής παραγωγής και διευρύνεται αυτή των εκμεταλλεύσεων αυξημένης παραγωγικότητας.
Στο συγκεκριμένο τομέα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αδυναμίες στην άσκηση αγροτικής πολιτικής. Ενδεικτικά αναφέρεται το θέμα της εσφαλμένης κατανομής των πόρων, δηλαδή της μεταφοράς πόρων από τις παραγωγικές εκμεταλλεύσεις των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σε άλλες εκμεταλλεύσεις που έχουν τη γεωργία ως συμπληρωματική ενασχόληση ή και σε άτομα που δεν ασκούν πρακτικά τη γεωργία.
Η πορεία προς την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα απαιτεί τη μεταφορά των πόρων κυρίως προς το πιο δυναμικό κομμάτι της παραγωγής και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει επί δεκαετίες.
β) Γεωγραφική ανισοκατανομή της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος.
Η συγκέντρωση του κλάδου σε ορισμένες περιοχές της χώρας, και κυρίως στην κεντρική Μακεδονία, οφείλεται στην αντίστοιχη ανισοκατανομή των πεδινών εκτάσεων και συνεπώς της παραγωγής των ζωοτροφών.
Λόγω της μεγάλης απόστασης της Αθήνας –του μεγάλου αστικού κέντρου της χώρας– από τους τόπους παραγωγής, προκύπτει σημαντικό κόστος για τη μεταφορά του γάλακτος, ενώ ταυτόχρονα ο γεωργικός κλήρος είναι μικρός και τα χωροταξικά και περιβαλλοντικά προβλήματα δισεπίλυτα.
Οι Περιφέρειες με τη μεγαλύτερη εισκόμιση είναι αυτές της Κεντρικής Μακεδονίας (50,2%), της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (19,2%) και της Θεσσαλίας (12,3%). Πρακτικά, στη βόρεια και στην κεντρική Ελλάδα παράγεται το 81,7% του αγελαδινού γάλακτος.
γ) Μεγάλη ηλικία παραγωγών.
Η μεγάλη ηλικία των παραγωγών είναι κάτι που χαρακτηρίζει όλο τον γεωργικό τομέα στη χώρα μας. Ο μέσος όρος ηλικίας των αρχηγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ανέρχεται στα 57,1 έτη, ενώ παρατηρούνται μεγαλύτερες ηλικίες όσο μικραίνει το οικονομικό μέγεθος της εκμετάλλευσης. Π.χ. η μέση ηλικία για εκμεταλλεύσεις έως 8.000 ευρώ ανά έτος είναι άνω των 60 ετών. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις έχουν νεότερους αρχηγούς εκμεταλλεύσεων, με μέση ηλικία 48,7 έτη. Αντίστοιχα χαμηλό μέσο όρο εμφανίζουν και οι αιγοπροβατοτρόφοι, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ως θετική τάση όσον αφορά την ανάπτυξη του κτηνοτροφικού τομέα της χώρας (στοιχεία 2019*).
δ) Ανεπαρκής επιμόρφωση.
Η εκπαίδευση των παραγωγών όσον αφορά τη διαχείριση σύγχρονων μονάδων και η εξασφάλιση προγραμμάτων εκπαίδευσης του εργαζόμενου προσωπικού στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις συνιστούν αναγκαιότητα της οποίας η υλοποίηση βραδυπορεί. Αυτό οδηγεί σε σημαντικά προβλήματα στη διαχείριση των εκτροφών, όπως είναι μαστίτιδες, μεγάλη απώλεια μόσχων, προβλήματα διατροφής, βιοασφάλειας και αναπαραγωγής, έλλειψη ζώων αντικατάστασης κ.ά. Όλα τα παραπάνω έχουν ως συνέπειες την εισαγωγή μοσχίδων από το εξωτερικό και την ανεπάρκεια πρόληψης έναντι των εμφανιζόμενων προβλημάτων υγείας και κρίσεων.
ε) Έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού αποτελεί μεγάλη απειλή για τον κλάδο. Είναι απαραίτητη η εντατικοποίηση των προγραμμάτων για την ενίσχυση των νέων που θέλουν να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Η ενίσχυση των διαδικασιών απασχόλησης αλλοδαπών μετακλητών εργατών σε κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς και η επίλυση θεμάτων που αφορούν το ασφαλιστικό καθεστώς απασχόλησής τους, αποτελεί επίμονο αίτημα του κλάδου.
Συνέπειες διαρθρωτικών αδυναμιών
Εξαιτίας των παραπάνω, ο Έλληνας παραγωγός επωμίζεται βαρύτατες συνέπειες και υψηλό κόστος παραγωγής, που επιδεινώνεται από την οικονομική κρίση, αλλά και από την κλιματική αλλαγή με τα πρωτοφανή και όλο συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν την αγροτική παραγωγή.
Αποτέλεσμα των διαθρωτικών αδυναμιών του κλάδου είναι η υψηλή τιμή του αγελαδινού γάλακτος, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατέχει την 3η ακριβότερη τιμή αγελαδινού γάλακτος στην Ε.Ε. μετά την Κύπρο και τη Μάλτα.
Συμβολαιακή γεωργία
Σημαντικό εργαλείο για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας στον παραγωγό αποτελεί η συμβολαιακή γεωργία. Αυτή εξασφαλίζεται με ανταγωνιστικούς όρους προς τους παραγωγούς, τη χρονική περίοδο που τη χρειάζονται και με τη διασφάλιση μέσω συμβολαίου της συνεργασίας βιομηχανίας γάλακτος και παραγωγού, χωρίς να απαιτούνται υποθήκες στην αγροτική γη ή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του παραγωγού.
Καλύπτεται η αγορά ζωοτροφών, αγροτικών εφοδίων, ζωικού κεφαλαίου και μοσχίδων, η επέκταση σταβλικών εγκαταστάσεων κ.ά., ενώ σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες παρέχεται το κίνητρο της απαλλαγής από την καταβολή φόρου εισοδήματος κατά ποσοστό 50%, εφόσον έχουν συνάψει σύμβαση με συγκεκριμένη επιχείρηση – αγοραστή, με την οποία δεσμεύονται για την εισφορά ποσοτήτων προϊόντων ίσων με το 75% τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας όμοιων ή παρεμφερών προϊόντων της παραγωγής τους.
Προκλήσεις βιωσιμότητας
Ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων και η αύξηση της παραγωγικότητας του κτηνοτροφικού κεφαλαίου αποτελούν μονόδρομο προκειμένου να μπορέσει η αγελαδοτροφία να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της. Με δεδομένο ότι η ελληνική γαλακτοπαραγωγική αγελαδοτροφία εξαρτάται από την εισαγωγή ζώων από το εξωτερικό, η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος μπορεί να τονωθεί, όπως και στο παρελθόν, με την εισαγωγή ζωικού κεφαλαίου, αν και η επιλογή αυτή μακροπρόθεσμα δεν αποτελεί την ιδανικότερη λύση. Οι επικρατούσες τιμές γάλακτος, πάντως, είναι πρόσφορες για την αύξηση του ζωικού κεφαλαίου.
Καθοριστική για τα επόμενα έτη είναι η βελτίωση της παραγωγικότητας των μονάδων μέσω της γενετικής βελτίωσης, της σωστής και ισόρροπης διατροφής και της εξασφάλισης των βέλτιστων συνθηκών στέγασης, βιοασφάλειας, υγιεινής και ευζωίας των ζώων.
Σημαντικό εργαλείο αποτελεί η εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών της κτηνοτροφίας ακριβείας. Η χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών, του αυτοματισμού και των ψηφιοποιημένων συστημάτων συνεχούς καταγραφής και ελέγχου (των δεικτών υγείας και παραγωγικότητας του ζωικού κεφαλαίου, των συνθηκών του περιβάλλοντος και των παραμέτρων ευζωίας) εξασφαλίζει την απαραίτητη και αντικειμενική υποστήριξη στον παραγωγό για τη διαχείριση της εκτροφής.
Διευκολύνεται επίσης η εφαρμογή διαχείρισης ακριβείας σε ό,τι αφορά τη διατροφή, την άμελξη, την αναπαραγωγή κ.ά., καθώς και ο εντοπισμός ιδιαιτεροτήτων στη συμπεριφορά των ζώων, ενώ οι εκτροφείς ενημερώνονται σε πραγματικό χρόνο για τις υφιστάμενες συνθήκες και τις παρατηρούμενες αλλαγές, ώστε να παρεμβαίνουν έγκαιρα για την πρόληψη ή επίλυση των όποιων προβλημάτων. Τέλος, προσφέρεται η δυνατότητα μέτρησης και ελέγχου της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης από τη δραστηριότητα της εκτροφής, ώστε να εξασφαλίζεται το ελάχιστο δυνατό ανθρακικό αποτύπωμα.
Οι αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα μας, κυρίως αυτές που έχουν υψηλή δυναμικότητα, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστικές είναι οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις των τελευταίων ετών σε υποδομές και σε ρομποτικά συστήματα άμελξης.
Παρά τις σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, κρίσεις και προκλήσεις, ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγικής αγελαδοτροφίας στη χώρα μας εμφανίζει σοβαρές αντοχές στις πιέσεις, βελτιώνει τα διαρθρωτικά του χαρακτηριστικά και εναρμονίζεται σταδιακά με τις απαιτήσεις του αύριο.


