Γράφει ο κ. Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, γεωπόνος, απόφοιτος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Tο τελικό αποτέλεσμα της γεωργικής δραστηριότητας είναι η υποβάθμιση του εδάφους. Αυτή την αλήθεια βίωσαν, χωρίς ενδεχομένως να κατανοήσουν, κάποιοι από τους σπουδαιότερους αρχαίους πολιτισμούς, όπως π.χ. αυτοί που αναπτύχθηκαν στη Μεσοποταμία. Εκεί η εντατική καλλιέργεια οδήγησε στην άνθηση πολιτισμών και στη δημιουργία αυτοκρατοριών, εκεί όμως εμφανίσθηκε και το φαινόμενο της κατάρρευσης, συνεπεία της υποβάθμισης των εδαφών λόγω της καλλιέργειας.
Την αλήθεια αυτή, που δεν κατανοούσαν οι πρώτοι συστηματικοί καλλιεργητές, την κατανοούμε πλήρως εμείς. Και οφείλουμε να λαμβάνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να προστατεύουμε τους γεωργικούς πόρους, και φυσικά τους σημαντικότερους από αυτούς, που είναι το νερό και το έδαφος.
Η αξία του εδάφους είναι αυτονόητη, καθώς σε αυτό στηρίζεται το φυτό, εκεί αναπτύσσεται το ριζικό σύστημα αναζητώντας και μεταφέροντας τροφή, κι εκεί βρίσκεται η απαραίτητη υγρασία.
Πρόσφατα, στο επιστημονικό περιοδικό “Nature” (Μάιος 2024) δημοσιεύθηκαν τα συμπεράσματα έρευνας για την ποιότητα του γεωργικού εδάφους και για τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές του. Για την έρευνα συνέπραξαν πλήθος πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων από όλες σχεδόν τις ηπείρους, και εξετάστηκαν 12 μεταβλητές:
- Η απώλεια οργανικής ύλης
- Η αλατότητα
- Η οξίνιση
- Η απώλεια εδάφους, συνεπεία ανέμων
- Η απώλεια νερού
- Η συμπίεση
- Η μόλυνση λόγω ζιζανιοκτόνων
- Η ταπείνωση του υδροφόρου ορίζοντα
- Η παρουσία βαρέων μετάλλων
- Η ξηρασία
- Η υποβάθμιση της αυτοφυούς βλάστησης (βιοποικιλότητα)
- Η ανισορροπία στα θρεπτικά στοιχεία.
Με βάση αυτές τις μεταβλητές, αξιολογήθηκε η ποιότητα του εδάφους και οι προοπτικές του για τα επόμενα χρόνια. Τα αποτελέσματα αφορούσαν 40 χώρες και υπήρξαν ιδιαιτέρως ανησυχητικά.
Συγκεκριμένα, εκτιμάται πως το 52% της καλλιεργούμενης γης θα επηρεαστεί αρνητικά, αν και σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά έκταση. Ειδικά για την Ευρώπη, προκύπτει πως το 10% των γεωργικών εκτάσεων επηρεάζονται από τουλάχιστον 4 ή και 5 παράγοντες ταυτοχρόνως. Οι χώρες που πλήττονται περισσότερο είναι η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ολλανδία.
Προκειμένου για την Ελλάδα, οι βασικοί παράγοντες υποβάθμισης είναι η παρουσία βαρέων μετάλλων, η εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων, η ξηρασία (ειδικά στην ανατολική χώρα και στην Κρήτη), καθώς και η συμπύκνωση του εδάφους (κυρίως στη Θεσσαλία και σε περιοχές με κηπευτικές καλλιέργειες, όπως είναι η Τριφυλία, η Βοιωτία και η βόρεια Ηλεία, αλλά και σε πολλά σημεία στη Μακεδονία και στον βόρειο Έβρο). Η Αχαΐα φαίνεται να υποφέρει από έκπλυση, ενώ η Κρήτη μαστίζεται από διαταραχές στην ισορροπία των θρεπτικών στοιχείων.
Ειδικά για τα ζιζανιοκτόνα, το εύρημα είναι εντυπωσιακό και πολυσήμαντο. Κατά τη Eurostat, η χρήση φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2011 – 2022 μειώθηκε κατά 33%. Ωστόσο η μόλυνση του εδάφους από τη χρήση φυτοφαρμάκων είναι βασικός παράγοντας υποβάθμισης του εδάφους της. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.), η χώρα μας έχει έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς αύξησης των βιολογικώς καλλιεργούμενων εδαφών (ανάμεσα στις 3 πρώτες θέσεις). Τι συμβαίνει λοιπόν; Κατά την γνώμη του γράφοντος, γίνονται μαζικές παράνομες εισαγωγές φυτοφαρμάκων από χώρες που παράγουν με χαμηλό κόστος, χωρίς μάλιστα να ακολουθούν τους κανόνες και τα πρότυπα που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).
Η υποβάθμιση της γης είναι μια σύνθετη κοινωνική και περιβαλλοντική απειλή, η οποία –όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω– εξελίσσεται μέσω πολλαπλών «μονοπατιών». Ακόμα και τώρα υπάρχουν κενά στην κατανόηση του φαινομένου. Οπωσδήποτε απαιτείται η όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση και παρακολούθησή του, ώστε να καταστεί δυνατό να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν τελεσφόρες πολιτικές.
Ένα σημαντικό εύρημα είναι πως αλλιώς επιδρούν οι 12 παραπάνω παράγοντες στις μεγάλες ηπειρωτικές περιοχές και αλλιώς στις μικρότερες και νησιωτικές. Επίσης είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η υποβάθμιση δεν είναι αποκλειστικά ανθρωπογενής αλλά οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η ορεινότητα, οι κλίσεις, το αιολικό δυναμικό και η κλιματική αλλαγή.
Η υποβάθμιση των εδαφών οδηγεί σε ερημοποίηση και αυξάνει την επισιτιστική επισφάλεια, η οποία πλέον μεταβάλλεται σε γεωπολιτική μεταβλητή βαρύνουσας σημασίας. Επίσης, η ερημοποίηση συμβάλλει στην εγκατάλειψη της περιφέρειας, με τα οικονομικά, κοινωνικά, οικολογικά και εθνικά προβλήματα που την ακολουθούν και τα οποία ήδη βιώνουμε.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) αλλά και ο ΟΗΕ έχουν θέσει διάφορα ορόσημα για την ανάληψη δράσεων και την επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων.
Με ψήφισμά της η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ανακήρυξε τη δεκαετία 2021 – 2030 ως δεκαετία για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων. Στους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που έχουν τεθεί από τον ΟΗΕ, ο 15ος αφορά την «ουδετερότητα της υποβάθμισης της γης» ως το 2030.
Ανάλογες διακηρύξεις, αποφάσεις και μέτρα έχουν λάβει πλήθος οργάνων της Ε.Ε. Η ίδια μάλιστα έχει θέσει στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας την ανάγκη για υγιή εδάφη, ενώ πρόσφατα συστάθηκε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εδάφους.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, θεωρούμε πως είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ως ενδεικτικές δράσεις θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής:
– Η εκπαίδευση των αγροτών και των κτηνοτρόφων, ώστε να λαμβάνουν τις κατάλληλες και με το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα αποφάσεις για την καλλιέργειά τους (συγκαλλιέργεια, αμειψισπορά, καλλιεργητικές πρακτικές κλπ.).
– Η αντιμετώπιση του φαινομένου των παράνομων εισαγωγών φυτοφαρμάκων.
– Η ουσιαστική λειτουργία της συνταγογράφησης.
– Η προστασία των υδάτων μέσω της δημιουργίας ή και συντήρησης κατάλληλων έργων (όπως είναι εγγειοβελτιωτικά, ταμιευτήρες και αξιοποίηση επιφανειακών απορροών).
– Η μείωση της χρήσης λιπασμάτων και η αξιοποίηση προγραμμάτων απονιτροποίησης.
– Η δημιουργία ψηφιακών χαρτών για τις γεωργικές γαίες, στους οποίους θα ενσωματώνεται κάθε διαθέσιμη πληροφορία και οι οποίοι θα ανανεώνονται.
Το πρώτο βήμα για την προστασία του εδάφους είναι η συνειδητοποίηση της σημασίας του και των προβλημάτων που ανακύπτουν από τη γεωργική δραστηριότητα. Όμως, σε έναν κόσμο διαρκώς και πιο σύνθετο, στον οποίο η ασφάλεια και η συνεχής λειτουργία των διαφόρων εφοδιαστικών αλυσίδων δεν είναι αυτονόητη, όπου η παροχή φθηνών και υγιών τροφίμων είναι και θα εξακολουθήσει να είναι όρος κοινωνικής σταθερότητας και ειρήνης, η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων πρέπει να είναι στο κέντρο της γεωργικής πολιτικής. Συνεπώς, το κόστος σε χρόνο και σε χρήμα, όσο συντομότερα αναληφθεί, τόσο μικρότερο θα είναι.