Αν δεν υπήρχαν εξαγωγές, δεν θα υπήρχε κλάδος επιτραπέζιας ελιάς
Η Διεπαγγελματική Οργάνωση Επιτραπέζιας Ελιάς (Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ.) αποτελεί τον θεσμικό εκπρόσωπο ενός από τους πιο δυναμικούς και εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής αγροδιατροφής. Πρόκειται για έναν φορέα που συνενώνει τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς του προϊόντος, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς στις διεθνείς αγορές.
Βασικός στόχος της Οργάνωσης –όπως ανέφερε ο πρόεδρός της κ. Γεώργιος Ντούτσιας σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Κατερίνα Λαδοπούλου και στο T-Press Web TV– είναι να προωθεί την ποιότητα, την τυποποίηση και την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος, να ενισχύει την εξωστρέφεια του κλάδου και να διαμορφώνει τεκμηριωμένες προτάσεις προς την πολιτεία για ζητήματα που απασχολούν τους επαγγελματίες του χώρου.
Η Οργάνωση έχει επίσης αναλάβει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πιστοποίησης και την ανάδειξη της γεωγραφικής ταυτότητας ποικιλιών όπως η ελιές Καλαμών και Χαλκιδικής, οι οποίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο ελληνικό ελαιοκομικό προφίλ. Σε μια εποχή όπου η γεωργία καλείται να γίνει πιο πράσινη, πιο βιώσιμη και πιο προσαρμοστική, η συλλογική δράση μέσω διεπαγγελματικών σχημάτων όπως είναι αυτό της επιτραπέζιας ελιάς, φαίνεται να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση και την εξέλιξη του πρωτογενούς τομέα.
«Ο κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγικός, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ντούτσιας. Αν δεν υπήρχαν οι εξαγωγές, ουσιαστικά δεν θα υπήρχε και ο κλάδος. Το 90% της παραγωγής κατευθύνεται στο εξωτερικό, και μόλις το 10% καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά.
»Ακόμα και σήμερα, η κατανάλωση ελιάς στην Ελλάδα παραμένει σε μεσαία επίπεδα συγκριτικά με άλλες παραγωγικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κλάδος, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε στη βάση των εξαγωγών. Η εγχώρια κατανάλωση, άλλωστε, καλυπτόταν και εξακολουθεί να καλύπτεται κυρίως μέσα από τοπικά δίκτυα, όπως είναι οι λαϊκές αγορές.
»Η ανάπτυξη του κλάδου ξεκίνησε όταν άρχισαν οι πρώτες εξαγωγές. Στην τελευταία εσοδεία, η συνολική παραγωγή βρώσιμης ελιάς ανήλθε περίπου στους 380.000 τόνους, από τους οποίους μόλις 25.000 τόνοι καταναλώθηκαν εγχώρια».
Παγκόσμια δύναμη
Η εξαγωγή βρώσιμης ελιάς απευθύνεται σε περισσότερες από 100 χώρες (κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση παγκοσμίως και στην πρώτη όσον αφορά τους φυσικούς εμπορικούς τύπους ελιάς) και αποφέρει πάνω από 850 εκατομμύρια ευρώ στην εθνική οικονομία.
»Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, μας λέει ο κ. Ντούτσιας, η παραγωγή τόσο στις βρώσιμες ελιές όσο και στο ελαιόλαδο παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις λόγω της παρενιαυτοφορίας, του φαινομένου κατά το οποίο η παραγωγή είναι αυξημένη τη μια χρονιά και μειωμένη την επόμενη. Πλέον, στις φυσικές διακυμάνσεις έχει προστεθεί και η επίδραση της κλιματικής κρίσης, η οποία έχει επιδεινώσει την κατάσταση.
»Η χρονιά του 2023 ήταν μία από τις χειρότερες που έχει βιώσει ο κλάδος: Η ποικιλία Αμφίσσης παρουσίασε μόλις το 10% της συνήθους παραγωγής, η Καλαμών έφτασε μόλις στο 20%, ενώ η ποικιλία Χαλκιδικής δεν ξεπέρασε το 25%. Σε αυτό παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, ο κυριότερος των οποίων είναι η κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα, το χειμώνα πρέπει να είναι χαμηλή η θερμοκρασία, η οποία όμως τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς».
Ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής
Ένα νέο ζήτημα που έχει προκύψει αφορά την εφαρμογή του ηλεκτρονικού δελτίου αποστολής μέσω της πλατφόρμας MyData. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή, ιδίως για τους παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα, οι οποίοι καλούνται για πρώτη φορά να ενταχθούν σε αυτή τη διαδικασία. Και η Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ. βρίσκεται στο πλευρό τους, προκειμένου να τους ενημερώσει και να τους καθοδηγήσει σωστά.
«Στον κλάδο της επιτραπέζιας ελιάς, επισημαίνει ο κ. Ντούτσιας, η διαδικασία διάθεσης του προϊόντος περιλαμβάνει πολλά ενδιάμεσα στάδια: το προϊόν συλλέγεται από το χωράφι, μεταφέρεται στην αποθήκη του παραγωγού (όπου γίνεται μια πρώτη διαλογή και ταξινόμηση κατά μέγεθος), και στη συνέχεια, τις περισσότερες φορές το ίδιο βράδυ, παραδίδεται στα κέντρα παραλαβής για ζύγιση και περαιτέρω διαχείριση.
»Όλη αυτή η διαδρομή, από το χωράφι έως την παράδοση, περιλαμβάνει κινήσεις που πλέον πρέπει να καταγράφονται με ακρίβεια μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος, κάτι που απαιτεί τεχνική και οργανωτική προσαρμογή από την πλευρά των παραγωγών».
»Έχουμε ήδη καταθέσει τις σχετικές παρατηρήσεις και προτάσεις μας προς το Υπουργείο, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της παραγωγικής διαδικασίας».
»Σημειώνεται ότι στον τομέα της επιτραπέζιας ελιάς οι μη νόμιμες συναλλαγές είναι περιορισμένες, καθώς το προϊόν είναι κατά κύριο λόγο εξαγώγιμο και επομένως δύσκολα διακινείται εκτός επίσημου συστήματος. Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά σε σύγκριση με άλλους κλάδους, τα φαινόμενα αυτά είναι σαφώς λιγότερα.
»Αξίζει να τονιστεί ότι οι επιτραπέζιες ελιές απαιτούν υποχρεωτικά μεταποίηση πριν καταστούν βρώσιμες, καθώς δεν καταναλώνονται απευθείας από το δέντρο. Συνεπώς, οποιαδήποτε απόπειρα διακίνησης «μαύρου» προϊόντος σκοντάφτει επιπλέον στην ανάγκη για μεταποιητική διαδικασία, η οποία, χωρίς νόμιμη καταγραφή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί».
Υποχρέωση δήλωσης συγκομιδής
Όπως αναφέρει ο κ. Ντούτσιας, η δημιουργία ελαιοκομικού μητρώου επιχειρήθηκε για πρώτη φορά την περίοδο 2003 – 2007,. Τότε έγινε η αρχική ανάρτηση και υποβλήθηκαν οι πρώτες ενστάσεις, οι οποίες όμως δεν απαντήθηκαν ποτέ, και από εκείνο το σημείο η διαδικασία εγκαταλείφθηκε.
Από το 2007 και μετά, δεν υπήρξε καμία προσπάθεια επανενεργοποίησης ή επικαιροποίησης του μητρώου. Όμως, ένα μητρώο που παραμένει ανενεργό για τόσα χρόνια, ουσιαστικά δεν υφίσταται.
»Για το λόγο αυτό, επισημαίνει ο πρόεδρος της Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ., χαιρετίσαμε θετικά την πρωτοβουλία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης να καθιερώσει τη δήλωση συγκομιδής. Είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς για πρώτη φορά θα έχουμε στη διάθεσή μας ακριβή στοιχεία παραγωγής και όχι απλώς εκτιμήσεις από ανθρώπους του κλάδου, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.
»Για να είναι όμως αποτελεσματικό αυτό το μέτρο, θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα αξιόπιστο και λειτουργικό μητρώο. Για κάθε ελαιοτεμάχιο, θα πρέπει να δηλώνεται η παραγωγή που προέρχεται από αυτό, καθώς και η ακριβής του τοποθεσία».
Δήλωση αριθμού ελαιοδέντρων
Τα γεωτεμάχια είναι ήδη δηλωμένα στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ) του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο επικαιροποιείται κάθε χρόνο και είναι συνδεδεμένο με GPS, και πιθανότατα και με το Εθνικό Κτηματολόγιο. Έτσι, όσον αφορά τις εκτάσεις, υπάρχει σαφής και αξιόπιστη καταγραφή.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στον αριθμό των ελαιοδέντρων ανά τεμάχιο. Παρότι έχουν δηλωθεί τα ελαιόδεντρα, σε αρκετές περιπτώσεις οι δηλώσεις δεν είναι ακριβείς, καθώς δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου που να επιβεβαιώνει τον πραγματικό αριθμό τους. Παράλληλα, έχει εκδοθεί υπουργική απόφαση η οποία συνοδεύεται από πλήθος κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση, χωρίς όμως να έχει διασφαλιστεί το κατάλληλο υπόβαθρο για την εφαρμογή της.
«Η Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ. έχει ζητήσει από το Υπουργείο να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, τονίζει ο κ. Ντούτσιας. Δεν μπορεί να ζητείται από τους παραγωγούς να καταχωρούν στοιχεία όπως τον αριθμό των δέντρων σε κάθε ένα από τα ελαιοτεμάχιά τους χωρίς να υπάρχει ένα σαφές και λειτουργικό ελαιοκομικό μητρώο, στο οποίο να γίνεται αυτή η καταγραφή. Αυτή τη στιγμή, η μόνη ενεργή και αξιόπιστη βάση δεδομένων είναι αυτή του ΟΣΔΕ».
Εφόσον υπάρχει πίεση χρόνου από την πλευρά της Πολιτείας, μια ρεαλιστική λύση θα ήταν να ξεκινήσει η διαδικασία με βάση το ΟΣΔΕ. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να ξεκαθαριστεί με σαφήνεια το πώς θα υλοποιηθεί αυτή η διαδικασία.
«Είχαμε πραγματοποιήσει συνάντηση με τον κ. Σταμενίτη, μας αναφέρει ο κ. Ντούτσιας, κατά την οποία τον ενημερώσαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται το νέο σύστημα δεν είναι λειτουργικός και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Την ίδια περίοδο κυκλοφόρησαν αντικρουόμενα δημοσιεύματα, κάποια από τα οποία ανέφεραν ότι το ελαιοκομικό μητρώο θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή μέσα στο 2026, ενώ άλλα έκαναν λόγο για έναρξη τον Οκτώβριο του 2025. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί προβλήματα και αβεβαιότητα στον κλάδο.
»Εμείς, ως Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ., χαιρετίζουμε την καθιέρωση της δήλωσης συγκομιδής, καθώς είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διαφάνεια και την τεκμηρίωση της παραγωγής. Ωστόσο, η εφαρμογή της πρέπει να γίνει σωστά, με σαφές χρονοδιάγραμμα και κατάλληλη προετοιμασία, ώστε να μη δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα φιλοδοξεί να λύσει».
Φυτοφάρμακα
Η παράνομη διακίνηση φυτοφαρμάκων αποτελεί μάστιγα για τον αγροτικό τομέα, σύμφωνα με τον κ. Ντούτσια. Αν και το ποσοστό αυτών των προϊόντων ανέρχεται σε περίπου 14% σε επίπεδο Ευρώπης, για την Ελλάδα το πρόβλημα είναι πολύ πιο έντονο και σοβαρό. Αρκεί ένα μόνο φορτίο εξαγωγικού προϊόντος να εντοπιστεί με υπολείμματα απαγορευμένων φυτοφαρμάκων για να πληγεί η φήμη της χώρας στις διεθνείς αγορές, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους παραγωγούς και το σύνολο του κλάδου.
«Η πολιτεία οφείλει να ενισχύσει τους ελέγχους, τονίζει ο κ. Ντούτσιας, τόσο στις εισαγωγές όσο και στα σημεία πώλησης. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν καταστήματα αγροτικών εφοδίων που διαθέτουν στην αγορά τέτοια επικίνδυνα σκευάσματα. Η ύπαρξή τους θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και την αξιοπιστία των εξαγωγών.
»Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε ήδη ενταχθεί σε πρόγραμμα για την πιστοποίηση των δενδρυλλίων, και επιμένουμε οι παραγωγοί να επιλέγουν μόνο πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Η προμήθεια των δενδρυλλίων θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά μέσω του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα» (ΕΛ.Γ.Ο. «Δήμητρα») και των αρμόδιων Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα και η ιχνηλασιμότητα.
»Η Δ.Ο.ΕΠ.ΕΛ. έχει εδώ και χρόνια ζητήσει τη δημιουργία μητρώων, διευκρινίζει ο κ. Ντούτσιας, τόσο για την ελαιοκομία όσο και για τις μεταποιητικές μονάδες. Ένα σύγχρονο, ψηφιακά οργανωμένο σύστημα καταγραφής είναι κρίσιμο για τη διαφάνεια, τον έλεγχο και τη χάραξη στρατηγικής· ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει.
»Τέλος, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί το χρόνιο πρόβλημα της χρηματοδότησης των διεπαγγελματικών οργανώσεων και των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Η συνεισφορά των μελών από μόνη της δεν επαρκεί για να στηρίξει δράσεις προβολής και προώθησης των εξαγωγών. Χρειάζονται επιπλέον πόροι, εργαλεία και σταθερή υποστήριξη από την πολιτεία, προκειμένου ο κλάδος να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ανταγωνίζεται σε διεθνές επίπεδο».


